Τρίτη 14 Ιουνίου 2016

ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ vs ΣΥΜΒΑΤΙΚΗΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ ΑΜΠΕΛΙΟΥ.

Τα τελευταία χρόνια η υπερθέρμανση του πλανήτη θεωρείται η βασική αιτία απωλειών, ποσοτικών και ποιοτικών, σε πολλούς αμπελώνες. Λόγω του ότι είναι αδύνατον να νικήσουμε τη φύση, για να συνεχίσουμε να είμαστε αισιόδοξοι, θα πρέπει να μετατρέψουμε κάθε αντιξοότητα σε ευκαιρία για βελτίωση. Το αύριο είναι ήδη σήμερα. Και στους αμπελουργούς δεν αρκεί η σκέψη ότι οι απόγονοί τους θα καλλιεργούν ίσως το αμπέλι σε, ποιος ξέρει, ποιο γεωγραφικό πλάτος και με ποιόν τρόπο. Είναι ανάγκη να γνωρίζουν ποιες στρατηγικές διαχείρισης πρέπει να εφαρμόσουν άμεσα. Εάν το κλίμα αλλάξει, θα πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο καλλιεργούμε το αμπέλι. Η αλλαγή σημαίνει πειραματισμός, δηλαδή η δοκιμή νέων πραγμάτων. Διαφορετικών, αλλά σε απόλυτη συνάφεια με τις διαχρονικές προϋποθέσεις, που σημαίνει να προσπαθούμε να βελτιώσουμε την ποιότητα σε ταυτόχρονη συνάρτηση με τα κόστη και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Το να κάνεις όμως το σωστό, δεν είναι πάντα εύκολο και το εύκολο δεν είναι πάντα και σωστό, επομένως πρέπει να κάνουμε πιο εύκολο το σωστό και όχι πιο σωστό το εύκολο. Αυτή η ανάγκη αλλαγής μετατρέπεται σε μια ευκαιρία ώστε να κατευθύνουμε την αμπελουργία περισσότερο προς τη μέγιστη μείωση της περιβαλλοντικής επιρροής, κάτι που είναι επιθυμητό από όλους.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στο παρελθόν αλλά ακόμη και σήμερα, παράγονται ποιοτικοί οίνοι με συμβατικές μεθόδους, σήμερα όμως ο καταναλωτής είναι πολύ περισσότερο γνώστης. Δεν του αρκεί να γνωρίζει μονάχα το «τι» και επιθυμεί να έχει ακριβείς πληροφορίες σχετικά με το «πως», δηλαδή ό,τι αφορά τη στρατηγική παραγωγής. Πέρα από τους προφανείς παράγοντες που σχετίζονται με την υγεία και το σεβασμό προς τη φύση, ποια πλεονεκτήματα μπορεί να έχει μία εταιρεία οινοποίησης με το πέρασμα από τη συμβατική στη βιολογική μέθοδο; Mπορεί η βιολογική μέθοδος να αποτελέσει παράγοντα βελτίωσης της ποιότητας; Οι απαντήσεις βρίσκονται στην ίδια την ουσία της αμπελοκαλλιέργειας η οποία περισσότερο από κάθε άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα, χαρακτηρίζεται πάντα και έντονα από τις τοπικές ιδιαιτερότητες των προϊόντων και από τις διαφορές κουλτούρας ανά περιοχή. Η εδαφικότητα είναι ένα από τα πιο σημαντικά συστατικά της οργανοληπτικής ποιότητας. Η γεύση του σταφυλιού εξαρτάται σε καθοριστικό βαθμό από το πώς τρέφεται το αμπέλι. Είναι προφανές ότι η βιολογική μέθοδος, κάνοντας χρήση μόνο φυσικών «εισαγωγών» είναι ένα πολύ σημαντικό εργαλείο για την ενίσχυση του αποτυπώματος του «terroir” των οίνων, το οποίο αρχίζει να «θολώνει» (το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τις ιδιαιτερότητες των επιμέρους ποικιλιών) όταν «φορτώνουμε» το έδαφος και τα φυτά με συνθετικά χημικά σκευάσματα. Ο πιο σημαντικός δείκτης του “terroir” είναι η μικροβιολογία του εδάφους, ενώ κάθε αγροσύστημα λειτουργεί λιγότερο ή περισσότερο ικανοποιοητικά βάσει του βαθμού στον οποίον υφίσταται η βιοποικιλότητά του. Τα χαρακτηριστικά του οίνου εξαρτώνται από ένα σύνθετο πλέγμα αλληλεπιδράσεων μεταξύ παραγόντων οργανικών (φυτικών, ζωϊκών, ανθρωπογενών) και ανόργανων (έδαφος, νερό, αέρας). Αυτό το πλέγμα είναι τόσο σύνθετο έτσι που να είναι αδύνατον να παρουσιάζεται όμοιο σε διαφορετικές περιοχές. Η «εδαφικότητα» ενός οίνου είναι κάτι που εύκολα μπορεί να κατανοηθεί αλλά δύσκολο στο να μετρηθεί. Επειδή γεννιέται στο αμπέλι, μπορούμε να έχουμε μία εκτίμησή της, στη βάση του μεγέθους του, των εφαρμοζόμενων πρακτικών και της κατάστασης του εδάφους. Η «τυπικότητα» ενός οίνου είναι τόσο εντονότερη όσο λιγότερες είναι τόσο οι καλλιεργητικές παρεμβάσεις, όσο και οι «εισαγωγές» σε αυτό. Δηλαδή όσο μεγαλύτερη είναι η αυτονομία του αμπελιού.
Η αμπελοκαλλιέργεια του «μη πράττειν»
Για να είναι η βιολογική μεθοδολογία βιώσιμη και επιτυχημένη, θα πρέπει να ξεκινά από τη φιλοσοφία του «μη πράττειν». Οι λύσεις, όπως και τα προβλήματα που πρέπει να λυθούν, βρίσκονται εντός του αμπελιού και πρέπει να αναζητούνται στην ίδια τη λειτουργία του και όχι εκτός μέσω εισαγωγών ή θαυματουργών εργαλείων. Εμπρός σε ένα κοινό πρόβλημα θα πρέπει να βρούμε μία άμεση λύση. Σκεφτόμαστε τι πρέπει να κάνουμε. Έτσι όμως δουλεύουμε επί της βάσης των αποτελεσμάτων με αποτέλεσμα το πρόβλημα να παρουσιαστεί ίσως με μεγαλύτερη ένταση. Εάν αντίθετα εργαστούμε στη βάση των αιτίων και προσπαθήσουμε να αντιληφθούμε τι δεν πρέπει να κάνουμε ώστε να μην παρουσιαστεί το πρόβλημα, έχουμε περισσότερες πιθανότητες να βρούμε οριστικές λύσεις. Όλα ξεκινούν από τα ερεθίσματα που το έδαφος θα δώσει στα φυτά και από το πώς εκείνα θα αντιδράσουν βάσει των γενετικών χαρακτηριστικών τους και του κλίματος. Μπορούμε να επέμβουμε στο έδαφος και στο φυτό και ουσιαστικά αυτό είναι που κάνουμε.
Αυτό όμως είναι το πρόβλημα. Κάνουμε πολλά και πολύ συχνά με τρόπο πανομοιότυπο ανεξάρτητα από τις διαφορετικές καταστάσεις που πιθανόν να υπάρχουν. Οπουδήποτε υπάρχουν αμπέλια όπου τα πράγματα λειτουργούν σωστά και με μικρό κόπο, ενώ αλλού είναι πολύ πιο δύσκολο να επιτευχθεί κάτι τέτοιο. Υπάρχει λοιπόν η ευκαιρία να κατανοήσουμε τι πάει καλά στην πρώτη και τι μπορούμε να κάνουμε ή να μην κάνουμε στη δεύτερη περίπτωση. Αυτό το «μη πράττειν» δεν συνεπάγεται εγκατάλειψη αλλά αποτελεί μία διαλογή των πιο πλεονεκτικών αμπελουργικών εμπειριών και πρακτικών. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ικανότητα ενός αμπελουργού που παράγει ποιοτικούς τοπικούς οίνους, ξεκινώντας από το παράδειγμα της πολύ ελαφριάς επέμβασής του στο αμπέλι σε αντίθεση με τα αυστηρά προγράμματα επεμβάσεων που τα χαρακτηρίζουν η ακρίβεια και η έγκαιρη δράση. Τα οποία όμως ρεαλιστικά είναι αρκετά δύσκολα στην εφαρμογή κάθε έτος και πάντα επικίνδυνα, δαπανηρά και παραπλανητικά. Το να δουλεύεις καλύτερα, σου επιτρέπει να δουλεύεις λιγότερο. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να οδηγήσεις το αμπέλι στο δρόμο της αυτορρύθμισης και να το απομακρύνεις από την εξάρτηση από τις εξωτερικές παρεμβάσεις. Μόνον έτσι ο οίνος μπορεί να εκφράσει τα εδαφικά χαρακτηριστικά (terroir) και να μπορέσει να το κάνει με συνέπεια και συνέχεια.
Αυτορρύθμιση και βιοποικιλότητα
Για να υλοποιηθεί μία αμπελουργική πρακτική λιγότερο επιθετική και περισσότερο «εδαφική», το αμπέλι πρέπει να οδηγηθεί στην αυτορρύθμιση στοχεύοντας σε μία έντονη μείωση των χλωρών επεμβάσεων μέχρι του σημείου να εξαλειφθεί η ανάγκη κορφολογήματος και αραίωσης. Η πιο σημαντική και απαιτητική διαδικασία είναι ο «επιλεκτικός τρύγος» (2 με 3 περάσματα συλλογής στην ίδια γραμμή). Οργανώνοντας καλύτερα το αμπέλι, γίνεται οικονομία διαχείρισης τόσο όσο χρειάζεται ώστε να έχουμε οικονομικά περιθώρια για τη συλλογή σε περισσότερα περάσματα βάσει των πραγματικών μηνυμάτων που μας δίνει το αμπέλι. Με αυτό δεν έχουμε μόνο καλύτερη παραγωγή αλλά και περισσότερη. Αυτό είναι εφικτό μόνο εφόσον το φυσικό σύστημα του αμπελιού μας λειτουργεί σωστά. Όταν γίνεται λόγος για αλληλεπίδραση μεταξύ αμπελιού και περιβάλλοντος, ο νους μας πηγαίνει στο πώς το περιβάλλον επηρεάζει το αμπέλι, όμως πρέπει να σκεφτόμαστε επίσης το πώς το αμπέλι βελτιστοποιεί το φυσικό σύστημα που βρίσκεται στο εσωτερικό του. Σε 1 εκτάριο γης δεν υπάρχει μόνο 1 εκτάριο αμπελιού αλλά μπορεί να υπάρχουν όλα όσα χρειάζεται αυτό για την διατροφή και την προστασία του. Μία συζήτηση περί βιολογικής αμπελοκαλλιέργειας ξεκινάει πάντοτε από το ζήτημα της άμυνας λόγω του ότι υπάρχει η άποψη πως αυτό είναι και το μεγαλύτερο μειονέκτημά της. Αυτό είναι λανθασμένο επειδή το αδύνατο σημείο της αμπελοκαλλιέργειας δεν είναι ότι είναι βιολογική αλλά ότι είναι μονοκαλλιέργεια. Η σωτηρία είναι η βιοποικιλότητα η οποία δεν έχει ρόλο μονάχα «διακοσμητικό» αλλά και ουσιαστικό και λειτουργικό καθώς επιτρέπει τον έλεγχο και την απομάκρυνση των παθογόνων μικροοργανισμών μακριά από την καλλιέργεια. Στα βιολογικά πλούσια περιβάλλοντα, οι μικροοργανισμοί βοηθούν τα φυτά να τραφούν και να αναπτυχθούν με κανονικούς ρυθμούς και η σχέση και η επαφή μεταξύ φυτού και παρασίτων δεν είναι άμεση, αλλά μεσολαβεί μεταξύ τους η παρουσία «συμμάχων» και «φρουρών».
Κλιματολογικές μεταβολές και νερό
Τα τελευταία χρόνια οι κρίσιμοι παράγοντες είναι η ισχυρή έλλειψη νερού τους καλοκαιρινούς μήνες σε συνδυασμό με θερμοκρασίες μεγαλύτερες από τη μέση ετήσια για μεγάλη διάρκεια. Πριν όμως σκεφτούμε την άρδευση ως μία λύση που χάνεται, πρέπει να κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν ώστε να διαχειριστούμε το διαθέσιμο νερό με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Επιπλέον, δεν είναι πάντοτε διαθέσιμη μία αναγκαία ποσότητα νερού για άρδευση και εάν οι βροχοπτώσεις είναι μειωμένες, τότε συχνά είναι και πιο βίαιες με αποτέλεσμα να είναι αναγκαίο να εφαρμόσουμε πρακτικές που θα προστατεύσουν το έδαφος από τη διάβρωση και θα διατηρήσουν τη δομή του. Ακόμη και χωρίς άρδευση, υπάρχουν πολλοί τρόποι με τους οποίους μπορούμε να βελτιώσουμε την υδατική ισορροπία τόσο σε σχέση με το έδαφος όσο και με το αμπέλι. Οι σωστές καλλιεργητικές πρακτικές είναι προφανώς είναι οι λύσεις που έχουμε στα χέρια μας ώστε να βελτιστοποιήσουμε τα υδατικά αποθέματα και να μειώσουμε ή ακόμη και να εξαλείψουμε την ανάγκη των αρδευτικών επεμβάσεων. Α) Αύξηση της ποσότητας νερού που εισέρχεται στο έδαφος και της ικανότητας συγκράτησής του, β) αύξηση της ικανότητας της ριζικής απορρόφησης και μείωση της κατανάλωσης νερού των φυτών.
Διαχείριση του εδάφους
Η διαφορετική φύση των εδαφών παίζει πάντα ένα ρόλο καθοριστικό και ένα υψηλότερο περιεχόμενο οργανικής ουσίας είναι πάντα σημαντική για την αύξηση της σταθερότητας της δομής και της ικανότητας υδατικής συγκράτησης, δηλαδή η διασφάλιση μιας σταθερότερης υδατικής θρέψης. Για να προσδώσουμε μεγάλη ποσότητα οργανικής ουσίας χωρίς να εξαναγκάσουμε τις λειτουργίες του φυτού και χωρίς να μειώσουμε την ποιότητα, πρέπει να εισάγουμε ουσίες πλούσιες σε άνθρακα και με χαμηλή περιεκτικότητα σε άζωτο. Για να αυξήσουμε όμως τη βιολογική γονιμότητα του εδάφους, η οργανική ουσία πρέπει να είναι ζωντανή. Αυτό επιτυγχάνεται με την παραγωγή φυτικού κομπόστ από τον αμπελουργό (κλαδιά, μίσχοι, στέμφυλα, χόρτα) και πάνω απ’όλα με την κάλυψη του εδάφους με γρασίδι. H φυτοκάλυψη δεν οργώνεται αλλά κόβεται χωρίς να ενσωματωθεί, με τρόπο ώστε να προστατέψει το έδαφος από την εξατμισοδιαπνοή.
Μορφή και διαστάσεις φυλλικού τοιχώματος
Το γραμμικό σύστημα είναι η πιο δημοφιλής μορφή διαμόρφωσης και δημιουργήθηκε ώστε να μεγιστοποιήσει την εκμετάλλευση της ηλιακής ακτινοβολίας. Σε αυτή την περίπτωση όμως στις θερμές περιόδους, τα σταφύλια μπορεί να αφεθούν πολύ εκτεθειμένα στον κίνδυνο των εγκαυμάτων. Τότε, η καλύτερη προστασία προσφέρεται από τα φύλλα της βάσης των κληματίδων (πρώτο και δεύτερο φύλλο), των οποίων η παρουσία όμως στις περιόδους πριν και μετά την άνθηση είναι αρνητική για την εξέλιξη των καρπών.
Για να διασφαλίσουμε καλύτερο εξαερισμό και ταυτόχρονα μεγαλύτερη σκίαση στα σταφύλια, μπορούμε να μετατρέψουμε τη διαμόρφωσή μας σε γραμμικό σύστημα με καπέλο, με το να κάνουμε ένα πολύ πρώιμο ξεφύλλισμα (περίπου όταν οι βλαστοί έχουν μήκος 40 εκατοστών) συνδυάζοντάς το με την απουσία κορφολογήματος. Επίσης, το ανώτερο σύρμα μπορεί να τοποθετηθεί χαμηλότερα ή να καταργηθεί ώστε να δημιουργήσουμε ένα χαμηλότερο και λιγότερο στενό τοίχος, το οποίο διπλώνει με τη μορφή της προσωπίδας (ενδεχομένως στην πιο ηλιόλουστη πλευρά). Όσο περισσότερο κορφολογούμε, τόσο περισσότερο πρέπει να επαναλαμβάνουμε το κορφολόγημα. Με το να μην κορφολογούμε (ή να κορφολογούμε όσο πιο όψιμα μπορούμε) αναστέλλουμε ή εμποδίζουμε την ανάπτυξη των ταχυφυών, κάτι το οποίο συντελεί στη μείωση της εξατμισοδιαπνοής (μέσω των απωλειών χυμού από τα κοψίματα και την ανάπτυξη καινούργιων φύλλων), την υπερβολική αύξηση μεγέθους της ρώγας (που οδηγεί σε σταφύλια πολύ πυκνά) και την αύξηση του σακχαρικού τίτλου (ενός από τα κύρια προβλήματα που φέρει η υπερθέρμανση του πλανήτη).
Η ηλικία του αμπελιού
Οι κύριες αιτίες φθοράς του αμπελιού είναι η συμπίεση του εδάφους (η οποία μειώνει τη μικροβιολογική γονιμότητα και τη ριζική απορρόφηση) και οι πληγές του κλαδέματος (οι οποίες προκαλούν παρεμπόδιση της ροής των χυμών και διευκολύνουν την εισαγωγή ασθενειών στο ξύλο). Εμπρός στις φυσικές αντιξοότητες, συμπεριλαμβανομένων των απρόβλεπτων καιρικών συνθηκών, τα πιο γέρικα αμπέλια (με πιο βαθιές ρίζες) είναι γενικά πιο ανθεκτικά και έχουν πάντα λιγότερα προβλήματα ακόμη και στις πιο δύσκολες χρονιές. Επίσης είναι γνωστό ότι δίνουν και πιο ποιοτικούς και τυπικούς οίνους, με λιγότερα ρίσκα και κόστη. Οι καλλιεργητικές πρακτικές, επομένως, (και ειδικά αυτές που συνδέονται με τη μηχανοποίηση των εργασιών) πρέπει να αναθεωρηθούν στη βάση της καλύτερης ενηλικίωσης/γήρανσης (και για να βελτιστοποιηθεί επίσης η επένδυση που έγινε). Αυτό προϋποθέτει τα ακόλουθα: α) Μειώνουμε στο ελάχιστο των περασμάτων με τον ελκυστήρα (συνδυάζοντας όσο είναι δυνατόν δύο επεμβάσεις), β) Αποφεύγουμε κατά το κλάδεμα καρποφορίας να αφήνουμε σημάδια κλαδέματος σε σημεία όπου έχουμε ροή χυμών
Περιορισμός της ζωηρότητας
Το μονόπλευρο Royat (cordone speronato), λόγω της μεγαλύτερης παρουσίας γέρικου ξύλου, θα μπορούσε θεωρητικά να εξασφαλίσει μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στην ξηρασία σε σχέση με το Guyot, με βάση όμως την παρατήρηση αυτό δεν ευσταθεί πάντοτε (ίσως λόγω μεγαλύτερων πληγών κατά το κλάδεμα). Εκείνο που οπωσδήποτε κάνει μεγάλη διαφορά, ανεξάρτητα από τον τύπο του κλαδέματος, είναι η κανονική και περιορισμένη ζωηρότητα, χάρη στην οποία μπορούμε να φτάσουμε στην θερινή περίοδο σε φυτά με μικρότερη ευαισθησία. Προς όφελος του μακρού κλαδέματος βαίνουν τα πιο αραιά σταφύλια και μια εντονότερη διαφοροποίηση ανάπτυξης η οποία εάν διαχειριστεί σωστά, μπορεί να αποδειχθεί πλεονεκτική. Με το κοντό κλάδεμα, αντίθετα, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται σε πολλούς αμπελώνες μία μεγάλη μείωση της γονιμότητας με παραγωγή ποσοτικά μη αποδεκτή.
Πυκνότητα φύτευσης
Στα πυκνά αμπέλια, η εγγύτητα των φυτών αυξάνει τον ανταγωνισμό για εξασφάλιση χώρου και τροφής, προκαλώντας έτσι μία αυτορρύθμιση που ευνοεί τη βαθύτερη ανάπτυξη των ριζών και αυξάνει το λόγο ρίζες/φύλλα ανά φυτό, κάτι το οποίο συνεπάγεται μεγαλύτερη ριζική απορρόφηση και λιγότερες φυλλικές απώλειες. Με πιο κοντινά φυτά, έχουμε λιγότερο «εξαναγκασμό» και μεγαλύτερη πυκνότητα ριζών ανά μονάδα όγκου χώματος. Ακόμη και ο αριθμός των χρήσιμων βλαστών αυξάνει λόγω του μικρότερου αριθμού τυφλών ματιών. Με την αύξηση της πυκνότητας φύτευσης έχουμε περισσότερες ρίζες και φύλλα σε επαφή με το περιβάλλον και αυτό οδηγεί σε αυξημένη «τυπικότητα» για τον παραγόμενο οίνο.
Οι παθολογικές πτυχές
Στη βιολογική καλλιέργεια, η προληπτική άμυνα είναι καθοριστικής σημασίας για την ενεργοποίηση των μηχανισμών αυτοάμυνας των φυτών και για τη μείωση του αριθμού των ευαίσθητων φυτών. Οι αγρονομικές πτυχές είναι πάντα προκαταρτικές των φυτοιατρικών και σε αντίθεση με αυτές, δρουν σε περισσότερα σημεία του συστήματος. Είναι πιθανόν ότι οι κλιματικές αλλαγές θα προκαλέσουν μία διατάραξη μεταξύ των παθογόνων μικροοργανισμών (παθογόνα και φυτοφάγα), μετικά εκ των οποίων θα κυριαρχούν έναντι των άλλων. Για να αντιμετωπίσουμε καλύτερα τις νέες καταστάσεις θα χρειαστεί μία βαθιά γνώση της επιδημιολογίας τους με τρόπο ώστε να καθοριστούν οι στρατηγικές που θα είναι πιο κατάλληλες για τη μείωση της ευαισθησίας των αμπελιών. Για παράδειγμα, για την αντιμετώπιση του Rhynchota Homoptera και της κίτρινης αράχνης, το πρώιμο ξεφύλλισμα και το κλάδεμα guyot αποτελούν αρκετά αποδοτικές προληπτικές λύσεις. Όσον αφορά τη «ζύγαινα» πρέπει να καταγραφεί με προσοχή ενδεχόμενη θερινή δραστηριότητα για να ανιχνευθεί και να αποτραπεί η προσβολή στα σημεία της νέας βλάστησης την επόμενη άνοιξη. Λόγω των όλο και πιο συχνών διαταραχών σε θερμοκρασία και διαθέσιμο νερό είναι πιθανή μία επιπλέον αύξηση στην τοξικότητα του μύκητα της ίσκας. Και σε αυτή την περίπτωση, οι σωστές καλλιεργητικές πρακτικές (μικρότερος εξαναγκασμός και πιο συνετό κλάδεμα) είναι οι μόνες σωστές προληπτικές δράσεις. Στη συνηθισμένη αντιπαρασιτική στρατηγική θα πρέπει να εγκαταλειφθεί η κοινή και λανθασμένη συνήθεια να αντιστοιχίζουμε τα μέτρα κατά του ωιδίου με εκείνα κατά του περονόσπορου. Στην πράξη, τα τελευταία χρόνια πολλές ζημιές από ωίδιο έχουν προκληθεί από τη λανθασμένη χρήση φαρμάκων κατά του ωιδίου με κριτήρια που έχουν σχέση με τη δράση κατά του περονοσπόρου, δηλαδή χρησιμοποιούνται φάρμακα κατά του ωιδίου μετά από βροχόπτωση (απαραίτητα για τη δεύτερη περίπτωση, αλλά όχι για την πρώτη). Ειδικά για παράσιτα που έχουν πρόσφατα εμφανισθεί για πρώτη φορά, αλλά και για εκείνα που είναι πιο επικίνδυνα, πρέπει να εφαρμόσουμε ένα ακριβές σύστημα παρακολούθησης για να εξασφαλιστεί ο έλεγχος των πρώτων κρουσμάτων. Για τις συστημικές ασθένειες είναι καθοριστικής σημασίας οι πιο εξελιγμένες γενετικές έρευνες (DNA, μονογονιδιωματική και ενδοφύτων). Σε επιχειρησιακό επίπεδο, οι δύο τομείς που πρέπει να αναπτυχθούν περισσότερο τα επόμενα χρόνια είναι η διανομή των ουσιών με τη χρήση ψεκαστικών με πάνελ ανάκτησης καθώς και η χρήση φυσικών αναζωογονητικών προϊόντων. Το μεγάλο ποιοτικό άλμα, όμως, θα είναι να εφαρμόσουμε μία στρατηγική άμυνας συντονισμένη σε τοπικό επίπεδο. Δεν αρκεί να δρούμε μόνο στο δικό μας αμπελώνα, καθώς τα παράσιτα τα οποία προσπαθούμε να καταπολεμήσουμε δεν είναι στατικά, αλλά κινούνται στην περιοχή ανεξάρτητα των ορίων του αμπελώνα μας. Η καταπολέμηση των ασθενειών μονοδιάστατα στο δικό μας χώρο χωρίς να γνωρίζουμε τι συμβαίνει στα γειτονικά, καθίσταται δυσκολότερη και η χρήση περισσότερων φαρμάκων είναι σίγουρα απαραίτητη. Πρέπει λοιπόν να μάθουμε να οργανωνόμαστε στο επίπεδο της ευρύτερης περιοχής που είναι η μοναδική μέθοδος για να μπορέσουμε να επιτύχουμε τη μέγιστη αποδοτικότητα με τις ελάχιστες αρνητικές επιπτώσεις. Με αυτό τον τρόπο γίνεται εφικτή η ενεργοποίηση της βιολογικής καλλιέργειας σε ευρύτερη κλίμακα (και υπάρχουν παραδείγματα γι’ αυτό). Μόνον έτσι το γειτονικό αμπέλι δε θα αποτελεί πλέον απειλή (μόλυνσης ή μετάδοσης ασθενειών), αλλά μία δωρεάν και αποτελεσματική προστασία.                                                              

 Είναι μεταφρασμένο από ιταλικό περιοδικό βιολογικής αμπελοκαλλιέργειας.

                                                                                                                                      https://www.facebook.com/%CE%92%CE%B9%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B1%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%B9%CE%AD%CF%81%CE%B3%CE%B5%CE%B9%CE%B1-%CE%B1%CE%BC%CF%80%CE%B5%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CF%8D-1728534024058094/?rc=p